- ἀλειπτρίᾳ
- ἀλειπτρίᾱͅ , ἀλείπτριαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλείπτρια — ἀλείπτρια, η (Α) (θηλ. τού ἀλείπτης*) τίτλος θεατρικών έργων τού Άμφιδος, τού Αντιφάνους κ.ά … Dictionary of Greek
ἀλείπτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείπτριαν — ἀλείπτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλείπτης — ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια) 1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι 2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής 3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek